- βαρυαής
- βαρυαής, -ές (Α)1. φρ. «βαρυαής ὕπνος» — ύπνος με βαρύ φύσημα2. αυτός που αναδίδει δυνατή οσμή.[ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + -αής < άημι «πνέω δυνατά, φυσώ» (πρβλ. ακραής, αλιαής κ.ά.)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βαρυαέα — βαρυαής breathing hard neut nom/voc/acc pl (epic ionic) βαρυαής breathing hard masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρυαέος — βαρυαής breathing hard masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρυ- — α συνθετικό λέξεων, κατά κύριο λόγο επιθέτων, της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγικότητα. Τα σύνθετα με το βαρυ εμφανίζονται με τις ακόλουθες σημασίες: Την κυριολεκτική σημασία του επιθέτου βαρύς («αυτός που έχει βάρος … Dictionary of Greek